- Νειλοθερης
- ΝειλοθερήςΝειλο-θερής2опаленный нильским солнцем
(παγειά Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(παγειά Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
νειλοθερής — νειλοθερής, ές (Α) 1. ο καμμένος, ο μελαψός από τον ήλιο και τον αέρα τής χώρας τού Νείλου, τής Αιγύπτου 2. (κατ άλλ. ερμ.) αυτός που γεννήθηκε, που βλάστησε στη χώρα τού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νεῖλος + θερής (< θέρος), πρβλ. ηλιο θερής] … Dictionary of Greek
Νειλοθερῆ — Νειλοθερής burnt by the Nile neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) Νειλοθερής burnt by the Nile masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) Νειλοθερής burnt by the Nile masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)